οχεύς

οχεύς
ο (Α ὀχεύς, -έως και επικ. τ. -ῆος)
καθετί που χρησιμεύει για να συγκρατείται ή να στερεώνεται κάτι
αρχ.
1. ταινία, ιμάντας που συνέχει και συσφίγγει την περικεφαλαία κάτω από το σαγόνι
2. μοχλός ασφάλειας στο εσωτερικό πόρτας, σύρτης
3. στον πληθ. οἱ ὀχεῑς
α) οι πόρπες που συγκρατούν τον ζωστήρα
β) κοχλίες που συγκρατούν τους αγκώνες πολεμικής μηχανής
γ) οι οίακες τών πλοίων
4. λαβή ασπίδας, όχανον*
5. άξονας τροχού
6. φρ. «ὀχῆες τῆς ὑστέρης» — τα νεύρα τής μήτρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ὀχ τού ἔχω* (Ι) + κατάλ. -εύς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὀχεύς — anything used for holding masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχῆα — ὀχεύς anything used for holding masc acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχῆας — ὀχεύς anything used for holding masc acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχῆες — ὀχεύς anything used for holding masc nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχῆος — ὀχεύς anything used for holding masc gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχήων — ὀχεύς anything used for holding masc gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοχέας — ο (Α κατοχεύς) νεοελλ. ναυτ. διάταξη που χρησιμεύει για τη συγκράτηση, σε δεδομένη στιγμή, μιας αλυσίδας κατά το τύλιγμα ή την εκτύλιξή της, λ.χ. της αλυσίδας τής άγκυρας, κν. καστάνια ή καστανιόλα αρχ. 1. αυτός που στηρίζει κάτι σε ένα μηχάνημα… …   Dictionary of Greek

  • μετοχεύς — μετοχεύς, ὁ (Α) αυτός που μετέχει σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + οχεύς (< ὀχεύς < θ. οχ τού ἔχω), πρβλ. παρ οχεύς, υπ οχεύς] …   Dictionary of Greek

  • MANGANA — apud Suidam, γαυλὸς οινηρὸν ἀγγεῖον, ἐκ ξύλων κατεςκευασμένον, ἣν Ι᾿ταλοὶ μαγγάναν ὀνομάζουσι, vas estvinarium, e lignis coagmentatum, quod cupam Latini seu vagnam, dixere, item buttin, Salmas. ad Capitolin, in Maximinss. c. 22. Manganum vero… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PESSULUS — Graece πάσσαλος, quam vocem ἀπὸ τῶ πεσσῶι nonnulli infeliciter deducunt: nihil enim πεσσοὶ muliebres commune habent cum pessulo, voce eâ Graecâ a similitudine πεσσῶν fictâ. Sunt autem πεσσοὶ saxeae pilae partim rotundae, partim quadratae, sed ut… …   Hofmann J. Lexicon universale

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”